παλλάδιο

παλλάδιο
Χημικό στοιχείο της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων. Έχει ατομικό αριθμό 46, ατομικό βάρος 106,4, και 6 σταθερά ισότοπα. Το απομόνωσε ο Άγγλος χημικός και φυσικός Ουίλιαμ Χάιντ Γούλαστον (1766-1828), στις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ ανέλυε μερικά ορυκτά λευκόχρυσου. Στο νέο στοιχείο δόθηκε ονομασία αναφερόμενη στον αστεροειδή Παλλάς, ο οποίος ανακαλύφθηκε 2 χρόνια νωρίτερα. Το π. είναι εξαιρετικά σπάνιο· βρίσκεται σε κοιτάσματα με κάποιο ενδιαφέρον στη Βραζιλία και στην πρώην Σοβιετική Ένωση, ενωμένο συνήθως με λευκόχρυσο και σελήνιο. Είναι μέταλλο χημικά αδρανές, με χρώμα αργυρόλευκο, πολύ μαλακό και ελατό· έχει ειδικό βάρος 12,03, λιώνει στους 1.556°C, απορροφά εύκολα υδρογόνο, μέχρι 900 φορές τον όγκο του (χρήσιμος ως καταλύτης), προσβάλλεται από το βασιλικό ύδωρ και λιγότερο από τα ανόργανα οξέα. Όπως και τα άλλα ευγενή μέταλλα, παρασκευάζεται αν εκμεταλλευτούμε την ιδιότητά του να σχηματίζει αδιάλυτα κυανιούχα παράγωγα από τα οποία καθιζάνεται ή με καθίζηση με διμεθυλγλυκοξίμη από τα διαλύματα των ορυκτών του λευκόχρυσου. Σε μεταλλική κατάσταση το χρησιμοποιούν για να κατασκευάσουν εξαρτήματα ωρολογίων και ζυγών ακριβείας, στις εργασίες χρυσοχοΐας, ενωμένο με χρυσό (λευκός χρυσός) και στην οδοντοτεχνική. Σε κατάσταση λεπτού διαμερισμού εφαρμόζεται ως καταλύτης στις υδρογονώσεις (βιομηχανίες πετρελαίων, υδρογονώσεις λιπών) αντί του λευκόχρυσου, με την εκμετάλλευση της ισχυρής τάσης του να απορροφά υδρογόνο. Φύλλα ή ελάσματα μεταλλικού π. είναι διαπερατά από το υδρογόνο σε υψηλή θερμοκρασία και λόγω αυτής της συμπεριφοράς, που είναι ανάλογη με τη συμπεριφορά του μοριακού κόσκινου, χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του αερίου. Ένα άλας του π., το τετραχλωροπαλλαδικό κάλιο (K2PdCl4) αντιδρά με το μονοξείδιο του άνθρακα (CO) και δίνει ένα σκούρο ίζημα μεταλλικού π.· η ιδιότητα αυτή το κάνει χρήσιμο για την παραλαβή του αερίου (CO).
* * *
(I)
το (Α παλλάδιον) [Παλλάς, -άδος]
ως κύριο όν. το Παλλάδιο(ν)
(στην αρχαία Ελλάδα) α) ειδώλιο τής Παλλάδος Αθηνάς το οποίο πίστευαν ότι προστάτευε την πόλη τών Αθηνών
β) ξύλινο αγαλματίδιο τής θεάς Αθηνάς, προϊόν μυθολογικής πίστης, που προστάτευε την πόλη στην οποία βρισκόταν και που, σύμφωνα με την κυριότερη εκδοχή τής αρχαίας παράδοσης, είχε πέσει από τον ουρανό στην περιοχή τής Τροίας και ήταν τοποθετημένο στην ακρόπολή της, καθιστώντας την απόρθητη, από όπου όμως τό έκλεψαν ο Οδυσσεύς και ο Διομήδης, ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν κρυμμένο στη Σπάρτη και τό έκλεψε από εκεί ο Πάρις
νεοελλ.
καθετί που θεωρείται ως προστατευτικό μέτρο και μάλιστα ως ιερό αντικείμενο («το Σύνταγμα είναι παλλάδιο τής δημοκρατίας»)
αρχ.
1. άγαλμα, ξόανο θεού, που έπεσε στη γη από τον ουρανό
2. ως κύριο όν. (στην Αθήνα) το δικαστήριο και ο τόπος όπου συνεδρίαζαν οι εφέτες, για να δικάσουν δίκες για ακούσιο φόνο ή για φόνο δούλων, μετοίκων ή ξένων.
————————
(II)
το
χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Pd και ατομικό αριθμό 46, το ελαφρότερο και το πιο εύτηκτο στοιχείο τής οικογένειας τού λευκοχρύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. palladium (παλλάδιο [Ι] < Παλλάς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλλάδιο — το είδωλο οπλισμένης θεάς, κυρίως της Παλλάδας Aθηνάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μικρό Παλλάδιο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, προς τη λίμνη Βιστονίδα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιάσμου …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • Διομήδης — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικός ήρωας, γιος του βασιλιά της Αιτωλίας Τυδέα και της Δηιπύλης, κόρης του βασιλιά του Άργους, Αδράστου. Όταν μεγάλωσε ο Δ. θέλησε να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος ήταν ένας από τους Επτά… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… …   Dictionary of Greek

  • ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… …   Dictionary of Greek

  • απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… …   Dictionary of Greek

  • κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… …   Dictionary of Greek

  • Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …   Dictionary of Greek

  • Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”